κανάτι

κανάτι
τό
1) ставень; 2) небольшой кувшин; небольшой графин; 3) ночной горшок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κανάτι" в других словарях:

  • κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …   Dictionary of Greek

  • κανάτι — το 1. μικρό πήλινο δοχείο: Ήπια ένα κανάτι κρασί. 2. ουροδοχείο: Το βράδυ παίρνει στο δωμάτιό της το κανάτι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανάτα — η (λ. λατ.), μεγεθυντικό του κανάτι μεγάλο κανάτι πλατύστομο που χρησιμοποιείται ως δοχείο νερού, κρασιού κ.ά.: Κέρναγε κρασί με την κανάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • канат — впервые в 1642 г., как отмечает Дювернуа (Др. русск. Слов. 80). Возведение к ит. саnаро пеньковый канат (Преобр. I, 291) не дает возможности объяснить т и место ударения. Горяев (ЭС 131) и Фасмер (Гр. сл. эт. 76) принимают во внимание… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κανατάδικο — το [κανάτι] εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πήλινα κανάτια …   Dictionary of Greek

  • κανατάκι — το υποκορ. τού κανάτι* …   Dictionary of Greek

  • κανατάς — ο, θηλ. κανατού [κανάτι] κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών, αγγειοπλάστης, αγγειοπώλης, σταμνάς, τσουκαλάς …   Dictionary of Greek

  • κανατιά — η [κανάτι] 1. το περιεχόμενο τού κανατιού 2. χτύπημα με κανάτα …   Dictionary of Greek

  • κουμάρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * (I) το (Μ κουμάρι) πήλινο ή γυάλινο ή και μεταλλικό δοχείο νερού, κανάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κροντήρι — το και κροντήρα, η 1. πήλινο κανάτι για νερό 2. ξύλινο δοχείο κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κρυω τήριον (ή κρυωντήριον) «εκείνο που κρυώνει το νερό»] …   Dictionary of Greek

  • λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»